- πολιτοκόπος
- πολῑτο-κόπος, ον,A = δημοκόπος, Phryn.PSp.99B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολιτοκόπος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτοκόπος — ον, Α δημοκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολίτης + κόπος (< κόπτω), πρβλ. δημο κόπος] … Dictionary of Greek
πολιτοκοπία — ἡ, Α [πολιτοκόπος] δημοκοπία … Dictionary of Greek
πολιτοκοπώ — έω, Α [πολιτοκόπος] 1. δημοκοπώ 2. λοιδορώ, εμπαίζω … Dictionary of Greek